- ομοϋπόστατος
- ὁμοϋπόστατος, -ον (Μ)αυτός που έχει την ίδια υπόσταση, την ίδια ουσία με άλλον, που έχει συντεθεί σε μία υπόσταση με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -υπόστατος (< ὑποστατός < ὑφίσταμαι), πρβλ. ανθ-υπόστατος].
Dictionary of Greek. 2013.